Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κελύφι — και κλύφι (Α κελύφιον) [κέλυφος] νεοελλ. πάνινη θήκη μαξιλαριού μαξιλαροθήκη αρχ. τσόφλι … Dictionary of Greek
κιλίφι — το μαξιλαροθήκη, κελύφι*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < τουρκ. kilif < ελλ. κελύφ ιν < αρχ. κελύφ ιον υποκορ. τού κέλυφος] … Dictionary of Greek